Τα δυο τρίτα των γυναικών για ένα χρονικό διάστημα μετά το τοκετό πάσχουν από διαταραχές διάθεσης, αλλά μέσα σε τέσσερις εβδομάδες ξεπερνούν το πρόβλημα αυτό. Πολλές, όμως, μητέρες εξαιτίας πολλών παραγόντων υποφέρουν από επιλόχεια κατάθλιψη. Η επιλόχεια κατάθλιψη συνήθως διαγιγνώσκεται 4 - 12 εβδομάδες μετά το τοκετό και επηρεάζει περίπου το 15% των μητέρων. Η εμφάνιση της σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, όπως τα επίπεδα ορμονών του θυροειδή αδένα τα οποία μπορούν να μειωθούν και να προκαλέσουν κατάθλιψη, αίσθημα πίεσης από τις αλλαγές που επιφέρει ο ερχομός του νεογνού, συναισθήματα απώλειας: της ταυτότητας, του ρόλου, της σιλουέτας, της αίσθησης να είναι ελκυστική, μείωση του ελεύθερου χρόνου, το συναισθηματικό περιβάλλον της μητέρας κατά την παιδική της ηλικία.
Τα χαρακτηριστικά της επιλόχειας κατάθλιψης είναι η σύγχυση, οξύ άγχος, ενοχές, συμπτώματα δυσφορίας, συναισθηματική αστάθεια, αϋπνία, κούραση και αυτοκτονικός ιδεασμός.
Η μητέρα με επιλόχεια κατάθλιψη διεκπεραιώνει όλα όσα πρέπει να κάνει με μηχανικό τρόπο χωρίς ψυχική επένδυση. μ’ αυτό τον τρόπο ταΐζει το παιδί, το φροντίζει, το καθαρίζει. Το βλέμμα της επηρεάζεται κι αυτό. Ενώ το μωρό αναζητά το βλέμμα της μητέρας που είναι ο πρώτος καθρέφτης του, συναντά ένα κενό. Δεν του προσφέρεται η πολύτιμη αντανάκλαση, την οποία έχει ανάγκη. Το αίσθημα δυσφορίας του είναι τεράστιο, καθώς στην πραγματικότητα έρχεται αντιμέτωπο με την ανυπαρξία. Μία ανυπαρξία που μοιάζει πολύ μ’ αυτό που λέει ο Winnicott (2003) :«αν το πρόσωπο της μητέρας είναι χωρίς ανταπόκριση, τότε είναι σαν να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να μην βλέπεις τίποτα. Το βρέφος δεν παίρνει πίσω αυτό που δίνει, κοιτάζει την μητέρα του και δεν βλέπει τον εαυτό του πουθενά.»
Αυτό το κενό μεταφέρεται στη σχέση της μητέρας με το παιδί και εκδηλώνεται ως μία απουσία που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του. Έτσι π.χ. όταν η μητέρα ταΐζει το παιδί και αυτό συμβαίνει, χωρίς να συνοδεύεται από την αγάπη που μεταδίδεται με το βλέμμα, το χάδι, το λίκνισμα, την ομιλία ή το τραγούδι, τότε δεν δημιουργούνται οι ανάλογες προυποθέσεις που συνθέτουν το «υποστηρικτικό περιβάλλον» κατά Winnicott (2003).Ο ίδιος δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην πρωταρχική σχέση μητέρας-μωρού, στο βαθμό όπου ισχυρίζεται ότι: «Εάν ξεκινήσει κανείς να περιγράφει ένα μωρό, θα βρεθεί να περιγράφει ένα μωρό και κάποιον άλλο. Το μωρό δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του αλλά είναι στην ουσία μέρος μιας σχέσης». Το «κρατητικό περιβάλλον» (holding environment) υποδηλώνει όχι μόνο το σωματικό κράτημα του μωρού από την μητέρα αλλά και τη διατήρηση αίσθησης ασφάλειας, παροχή προστασίας και φροντίδας όπως και εκπλήρωση των αναγκών του μωρού μέσω της ενσυναίσθησης. Χωρίς αυτό το βρέφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά. Η μητέρα που πάσχει από επιλόχεια κατάθλιψη, αναγνωρίζει την πάθησή της αλλά και την ανεπάρκεια της. Προσπαθεί να καλύψει το κενό με βεβιασμένες κινήσεις. Για παράδειγμα μπορεί να σφίγγει περισσότερο απ’ όσο πρέπει το μωρό της. Όμως το βρέφος είναι σε θέση να αναγνωρίσει αυτό που δεν είναι αρκετά καλό, που είναι λιγότερο ή περισσότερο από ό,τι του χρειάζεται, και αντιδρά έντονα, κάτι που επιδεινώνει το συναίσθημα ανεπάρκειας της μητέρας και δημιουργείται φαύλος κύκλος. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλα πρακτικά ζητήματα, όπως είναι η αλλαγή της πάνας, το μπάνιο κλπ. Η μητέρα που είναι θλιμμένη δεν παίζει με το παιδί. Δεν του μιλάει, δεν του τραγουδά, δεν το νανουρίζει.
Κατά τον Bowlby πιθανότατα μία μητέρα που επικοινωνεί με το βρέφος της όπως περιγράφηκε παραπάνω, ίσως να θεωρείται «ανεπαρκής» μητέρα, άρα και ο δεσμός που θα προέκυπτε θα ήταν ανασφαλής . Ο ίδιος αναφέρεται στον πρωταρχικό δεσμό ως μία σταθερή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και στη μητέρα. Και για τους δύο θεωρείται ότι έχουν βιολογικά εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν την προδιάθεση να αντιδρούν θετικά ο ένας στον άλλον και να αναπτύσσουν στενό δεσμό. Ο Bowlby υποστηρίζει ότι αυτή η σχέση εξελίσσεται σε ασφαλή δεσμό σταδιακά καθώς η μητέρα μαθαίνει καλύτερα να διαβάζει τα σήματα του μωρού και να ανταποκρίνεται σωστά σ’ αυτά και το βρέφος μαθαίνει πως είναι η μητέρα του και πως μπορεί να κατευθύνει τη συμπεριφορά της. Η έμφυτη τάση αυτή περιγράφεται ως συμπεριφορά δεσμού η οποία ενεργοποιείται αμέσως μέχρι το τέλος του τρίτου έτους της ζωής. Όσο περισσότερη κοινωνική αλληλεπίδραση βιώνει το βρέφος με το πρόσωπο που επέλεξε, τόσο περισσότερο συνδέεται μαζί του. Όποιος φροντίζει το παιδί γίνεται η κύρια μορφή δεσμού.
Η Ainsworth παρατηρεί πως αν η κύρια μορφή δεσμού ανταποκρίνεται έγκαιρα όταν το μωρό της κλαίει, αν το κοιτάζει, αν του χαμογελάει, αν του μιλάει, αν του προσφέρει τρυφερό και χαρούμενο κράτημα και το μωρό της ανταποκρίνεται θετικά ,τότε μεταξύ τους δημιουργείται ασφαλής δεσμός. Όμως οι μητέρες των παιδιών με ανασφαλή δεσμό, είναι ανυπόμονες με τα μωρά τους και δεν ανταποκρίνονται στα σήματα τους, ενδέχεται να εκφράζουν δυσάρεστα συναισθήματα για τα βρέφη τους και φαίνεται να αντλούν ελάχιστη ικανοποίηση από τη στενή επαφή μαζί τους. Τότε τα μωρά τους μπορεί να αντιδρούν προσαρμοστικά ή μπορεί να προσπαθούν έντονα να πάρουν συναισθηματική υποστήριξη ή να μην την αναζητούν καθόλου τη σχέση γιατί έχουν μάθει να ζουν χωρίς αυτήν.Ένας άλλος τομέας που δείχνει να επηρεάζεται είναι αυτός που οργανώνει όλες τις ψυχικές διεργασίες. Οι γνωστικές λειτουργίες δεν βρίσκουν το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθούν. Το παιχνίδι, πηγή χαράς αλλά και μάθησης απουσιάζει. Από την άλλη, η εγρήγορση της μητέρας στη νοηματοδότηση της πρώτης λέξης του μωρού δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε με συνέπεια την καθυστέρηση της ομιλίας. Η ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης που και αυτή είναι αποτέλεσμα της διαπροσωπικής επαφής δυσλειτουργεί. Η αρκετά καλά εναρμονισμένη μητέρα θα γεμίσει με νόημα μία τυχαία λέξη ή πράξη του βρέφους.
Η Main (1991) ζήτησε από εντεκάχρονα παιδιά, που παλαιότερα είχαν ταξινομηθεί ως παιδιά με ασφαλή ή με ανασφαλή δεσμό, να αφηγηθούν προφορικά την αυτοβιογραφία τους. Σε σύγκριση με τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό, οι ιστορίες των παιδιών με ασφαλή δεσμό ήταν πιο συγκροτημένες από άποψη συνοχής, είχαν πρόσβαση σε περισσότερες αναμνήσεις και έδειχναν μεγαλύτερη αυτεπίγνωση.
Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν αναμφίβολα την άποψη ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και δείχνουν με τρόπο συναρπαστικό τη συνέχεια ανάμεσα στο προγλωσσικό βρεφικό εαυτό και στο κοινωνικό εαυτό. Τα πρότυπα σχέσεων που έχουν καθιερωθεί στο πρώτο έτος ζωής εξακολουθούν να έχουν ισχυρή επίδραση στην κατοπινή συμπεριφορά των παιδιών, στην κοινωνική τους προσαρμογή, στη αντίληψη τους για τον εαυτό και στην αυτοβιογραφική ικανότητα.
Χρειάζεται όμως να τονιστεί πως αφού η σχέση γονιού-παιδιού λειτουργεί συνεχώς, καθώς προχωράει η ανάπτυξη, ενδέχεται αν μεταβληθούν οι συνθήκες που αφορούν τη μητέρα- π.χ. αν μία ανύπαντρη μητέρα δημιουργήσει μία σταθερή σχέση μ’ ένα σύντροφο- ο ανασφαλής δεσμός να εξελιχθεί σε ασφαλή. Παρόμοιες μεταβολές μπορούν να συμβούν όταν μητέρα και νήπιο μπουν σε ψυχοθεραπεία (Murray and Cooper 1992).
Σε μία παρέμβαση που έγινε σε μητέρες που αντιμετώπιζαν κατάθλιψη, δέχονταν τακτικά την επίσκεψη ενός ειδικού, ο οποίος εδραίωνε πρώτα μία σχέση υποστήριξης μαζί τους και στη συνέχεια τις δίδασκε πώς να προκαλούν θετικότερες αντιδράσεις στα μωρά τους, παροτρύνοντας τους να συμμετέχουν μία φορά την εβδομάδα σε ομάδες γονέων. Τα νήπια αυτών των μητέρων, είχαν αργότερα υψηλότερες βαθμολογίες στα τεστ νοημοσύνης και ήταν πιθανό να αναπτύξουν ασφαλή δεσμό στη μητέρα σε σχέση με τα νήπια των οποίων οι καταθλιπτικές μητέρες δεν είχαν πάρει μέρος στην παρέμβαση (Lyons-Ruth κ.α., 1990).
Μία άλλη παρέμβαση με μητέρες ευερέθιστων βρεφών παρακολούθησαν ένα τρίμηνο πρόγραμμα που αποσκοπούσε στην αύξηση της ευαισθησίας τους και της ικανότητας τους να ανταποκρίνονται στα κοινωνικά σήματα του μωρού τους. Οι μητέρες αυτές όχι μόνο εξελίχθηκαν σε περισσότερο ευαίσθητους γονείς, αλλά και τα παιδιά τους ήταν πλέον πιο πιθανό να αναπτύξουν ασφαλή δεσμό σε ηλικία 12 μηνών και να αισθάνονται περισσότερο ασφαλή με τη μητέρα τους σε ηλικία 3,5 ετών σε σχέση με τα παιδιά που οι μητέρες δεν συμμετείχαν στην παρέμβαση (Van den Boom).
Συνεπώς η επιλόχειος κατάθλιψη θα μπορούσε να είναι στις καταστάσεις όπου οι συνθήκες μεταβάλλονται αφού δεν διαρκεί για πάντα. Η μητέρα θα «ζωντανέψει» κάποια στιγμή και θα αποκατασταθεί η σχέση με το παιδί αργότερα. Όμως, αναμφισβήτητα ένα σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξή του σημαδεύεται.
Άννα Μαστορή
Λογοπεδικός-Ειδ. Παιδαγωγός
Παιγνιοθεραπεύτρια